-
1 σοβαρως
1) стремительно, неудержимо(χωρεῖν Arph.; ἐπιέναι τοῖς ὑπεναντίοις Polyb.)
2) самоуверенно, смело(λογιότητι χρῆσθαι Plut.)
3) пышно, великолепно(γαμεῖν Plut.)
1 σοβαρως
(χωρεῖν Arph.; ἐπιέναι τοῖς ὑπεναντίοις Polyb.)
(λογιότητι χρῆσθαι Plut.)
(γαμεῖν Plut.)